- ψιλοδουλεύω
- μετ. тонко, филигранно отделывать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψιλοδουλεύω — Ν 1. επεξεργάζομαι κάτι με μεγάλη λεπτότητα 2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ψιλοδουλεμένος, η, ο επεξεργασμένος με πολλή προσοχή και λεπτότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + δουλεύω] … Dictionary of Greek
ψιλοδουλεύω — ψιλοδούλεψα, ψιλοδουλεύτηκα, ψιλοδουλεμένος, δουλεύω κάτι με πολλή λεπτότητα, λεπτοδουλεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιλοδουλειά — η, Ν [ψιλοδουλεύω] 1. λεπτή εργασία 2. ασήμαντη εμπορική επιχείρηση 3. στον πληθ. οι ψιλοδουλειές διενέξεις για ασήμαντους λόγους … Dictionary of Greek
ψιλοδουλεμένος — η, ο, Ν βλ. ψιλοδουλεύω … Dictionary of Greek
ψιλοδούλευτος — η, ο, Ν [ψιλοδουλεύω] επεξεργασμένος με λεπτότητα, ψιλοδουλεμένος … Dictionary of Greek